ἰαμβιάζω

ἰαμβιάζω
ἰαμβ-ιάζω,= sq., AP7.405 (Phil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιαμβιάζω — ἰαμβιάζω (Α) [ίαμβος] ιαμβίζω* …   Dictionary of Greek

  • ἰαμβιάζει — ἰαμβιάζω pres ind mp 2nd sg ἰαμβιάζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”